γεφυροποιός — ο (AM γεφυροποιός) τεχνίτης ή μηχανικός ειδικός στην κατασκευή γεφυρών νεοελλ. όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γεφυρεργάτης — γεφυρεργάτης, ο (Μ) γεφυροποιός* … Dictionary of Greek
γεφυροποιία — η (Μ γεφυροποιΐα) [γεφυροποιός] η κατασκευή γεφυρών νεοελλ. η τέχνη τής κατασκευής γεφυρών … Dictionary of Greek
γεφυροποιώ — γεφυροποιῶ ( έω) (Α) [γεφυροποιός] κατασκευάζω, χτίζω γέφυρα … Dictionary of Greek
γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός … Dictionary of Greek
γεφυρωτής — ο ο γεφυροποιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεφυροποιούς — γεφῡροποιούς , γεφυροποιός bridgemaker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)